- σκοτοφεγγής
- -ές, Ααυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῑς», Ζώσιμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο-φεγγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοτοφεγγεῖς — σκοτοφεγγής darkly glimmering masc/fem acc pl σκοτοφεγγής darkly glimmering masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek